- διαβούλιο(ν)
- το тайное собрание, сборище (неодобр.);(тайный) заговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβούλιο — το (AM διαβούλιον) σύσκεψη, συμβούλιο και ιδιαίτερα αυτό που συνέρχεται κρυφά και με κακό σκοπό αρχ. μσν. η σκέψη αρχ. 1. το συμβούλιο 2. πληθ. κρίσεις, αποφάνσεις, απόψεις που εκφέρονται σε σύσκεψη … Dictionary of Greek
διαβούλιο — το μυστικό συμβούλιο, μυστική σύσκεψη με σκοπούς αδιαφανείς: Μερικές φορές είναι απαραίτητα τα διαβούλια για λόγους εθνικής άμυνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβούλια — διαβουλία, η (Α) το διαβούλιο … Dictionary of Greek
κονσουλτατίων — κονσουλτατίων, ονος, ὁ (Α) διαβούλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consultatio] … Dictionary of Greek